- διαστάσεως
- διαστάσεω̆ς , διάστασιςpartingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Нил Кавасила — архиеп. солунский (около 1340 г.), противник латинян и поборник православия; напечатал: Περί των αίτιων της έκκλησιαστικης διαστάσεως ( О причинах разделения церквей ) и Περί των αρχης τοΰ πάπα ( О первенстве папы ) … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Лимма — (устар. леймма) (греч. λεῖμμα остаток, лат. limma, реже leimma) музыкальный интервал, соответствующий диатоническому полутону (малой секунде) пифагорова строя. Согласно античному определению, восходящему к пифагорейской… … Википедия
ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ — ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ (Πτολεμαῖος ὁ Κλαύδιος, Ἀλεξανδρεύς) (ок. 100 170 н. э.), греческий ученый и философ; работал в Александрии. Сведений о его жизни не сохранилось. Считается, что его основные произведения созданы во времена правления имп.… … Античная философия
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek
λαβιδόμετρο — το εργαλείο σχήματος διαβήτη ή γωνιομέτρου, το οποίο είναι προσαρμοσμένο στα σκέλη λαβίδας και δείχνει τον βαθμό διαστάσεως τών σκελών της … Dictionary of Greek
τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα … Dictionary of Greek